- χολῶδες
- χολώδηςlike bilemasc/fem voc sgχολώδηςlike bileneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκχολώ — (I) ἐκχολῶ ( άω) (Α) θυμώνω, οργίζομαι πολύ, χολώνομαι. (II) ἐκχολῶ ( όω) (Α) 1. κάνω κάτι χολώδες, χύνω μέσα του χολή, τό κάνω πικρό 2. παθ. ἐκχολοῡμαι γεμίζω χολή, μεταβάλλομαι σε χολή … Dictionary of Greek
εμετός — Ακούσια βίαιη κένωση του περιεχομένου του στομάχου, που περνά από τον οισοφάγο και τη στοματική κοιλότητα και προκαλείται από διάφορες αιτίες. Ο ε. δεν είναι νόσημα αλλά σύμπτωμα συχνό σε ορισμένα νοσήματα που διαφέρουν πολύ μεταξύ τους. Ο… … Dictionary of Greek
κολάζω — (AM κολάζω) 1. επιβάλλω ποινή, τιμωρώ («οὐ γάρ τι θανάτῳ τοὺς κακοὺς κολάζομεν», Ευρ.) 2. περιορίζω, μετριάζω, διορθώνω την κακή εντύπωση ή τα κακά αποτελέσματα μιας πράξης, ενός λόγου ή μιας ενέργειας (α. «για να κολάσει το σφάλμα του, έκανε κι… … Dictionary of Greek
συγκατέρχομαι — ΜΑ κατέρχομαι μαζί ή συγχρόνως με κάποιον («τὸ συγκατερχόμενον αὐτῷ χολῶδες περίττωμα», Γαλ.) αρχ. επιστρέφω από την εξορία μαζί με κάποιον … Dictionary of Greek
υποβλέπω — ὑποβλέπω ΝΜΑ λοξοκοιτάζω, βλέπω κάποιον με υποψία ή με δυσπιστία και φθόνο (α. «συνεχώς μέ υποβλέπει» β. «οἱ στρατιῶται ὑπέβλεπον αὐτὸν ὡς καταφρονοῡντα σφῶν», Πλάτ.) νεοελλ. εποφθαλμιώ κάτι, επιδιώκω να αποκτήσω κάτι (α. «υποβλέπει την περιουσία … Dictionary of Greek
χολώδης — ες / χολώδης, ῶδες, ΝΜΑ [χόλος/χολή] 1. όμοιος με χολή (α. «χολώδης έμετος» β. «χολώδη χρώματα», Πλάτ.) 2. μτφ. ο γεμάτος οργή («συνέσπακε τὰς ὀφρῡς καὶ ἀπειλητικόν τι καὶ χολῶδες ὑποβλέπει», Λουκιαν.) αρχ. 1. αυτός που περιέχει άφθονη χολή,… … Dictionary of Greek